- στεφανοφορία
- ἡ, Αβλ. στεφανηφορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… … Dictionary of Greek
ՊՍԱԿԱԶԳԵՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0662 Chronological Sequence: 10c գ. στεφανηφορία, στεφανοφορία coronae gestatio. Պսակազգեացն լինել. *Պսակազգեցութիւնք ընդ բոլոր մակեդոնիա լինէի (ʼի ծննդեանն աղեքսանդրի) . Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)